Δευτέρα 4 Μαΐου 2020


ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΓΚΑΪΤΑΤΖΗ

            Τα παλιά χρόνια, σε μεγάλο καφενείο της Αγιάσου, γινόταν τρικούβερτο γλέντι. Η μουσική με τα σαντουρόβιολα και τα φυσερά χαλούσε το κόσμο. Στη παρέα υπήρχε και ένας Γκαϊτατζής που με τη γκάιντα του έδινε το δικό του χρώμα στο γλέντι. Την όμορφη εκδήλωση διέκοψε παρεξήγηση ανάμεσα σε δυο παρέες που εξελίχθηκε σε μεγάλη φασαρία. Ο ηλεκτρισμός δεν είχε φθάσει στην Αγιάσο και το καφενείο το φώτιζε ένα «λούξ». Πάνω στη φασαρία κάποιος έσπασε το λούξ και έγινε σκοτάδι. Οι μουσικοί μες τη φασαρία και το σκοτάδι πήραν τα όργανά τους και έφυγαν.  Ο Γκαϊτατζής που ήταν γέρος και κουτσός έφυγε αργά – αργά. Η φασαρία δεν κράτησε πολύ, ξανάναψαν το λούξ και όταν είδαν πως οι μουσικοί έφυγαν, βγήκαν στο δρόμο να τους ψάξουν και να τους φέρουν πίσω για να συνεχίσουν το γλέντι. Μάταια τους αναζητούσαν. Ο Γκαϊτατζής που δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί, άκουσε τις φωνές και τα βήματα των  γλεντιστάδων, προσπάθησε να κρυφτεί σε μια μικρή εσοχή. Παρ’ όλο που το σκοτάδι ήταν πυκνό από το φόβο του στρυμώχτηκε στην εσοχή και άθελά του στρύμωξε και τη γκάιντα. Ξεφουσκώνοντας η γκάιντα σφύριξε δυνατά και πρόδωσε το γκαϊτατζή.  Οι γλεντιστάδς έτρεξαν προς το μέρος του και τον ανάγκασαν να γυρίσει στο καφενείο και να συνεχίσει μόνος του το γλέντι ως το πρωί. 
          Αυτή την ιστορία μου την είπε ο πατέρας μου όταν του είπα πως θέλω να ασχοληθώ με τη μουσική και το σαντούρι. 
Σημειώσεις: 1. Λούξ, ένα φωτιστικό (λάμπα) που το τροφοδοτούσαν με πετρέλαιο.

Μυτιλήνη 4 Μαΐου 2020
Δ.Β.ΚΟΦΤΕΡΟΣ

1 σχόλιο: