Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

ΜΠΟΡΟΣ (ΝΕΟΧΩΡΙ) ΛΕΣΒΟΥ: ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΟΥΝΙΑΣ

ΜΠΟΥΡΟΣ: ΚΟΥΝΙΕΣ



               Τη Κυριακή της Λαμπρής και μετά τη δευτερανάσταση, οι καφενέδες γέμιζαν από κόσμο. Παστός κολιός ή χαψιά, φρέσκια μαρουλοσαλάτα,  τυρί «κιλιμουτύρ» και τα βαμμένα Λαμπριάτικα αυγά αποτελούσαν το μεζέ του ούζου. Τσουγρίματα, ευχές και τραγούδι. «Χριστός Ανέστη μάτια μου, έλα να φιληθούμε κιαν δεν σ ’αρέσει το φιλί στρώσε να κοιμηθούμε». Η κάθε παρέα με το δικό της τραγούδι, στον ίδιο πάντα μακρόσυρτο λυπητερό σκοπό. 
               Μετά ακολουθούσε το μεσημεριανό φαγητό, αρνάκι γεμιστό στο φούρνο. Μοσχοβολούσε ολόκληρο το χωριό. Μα ο νους της νεολαίας ήταν στη κούνια. Να τελειώσει το φαγοπότι και να κρεμάσουν στη «καρυδιά»  το φόρτωμα (σχοινί) να δέσουν τη μακριά σανίδα να ρθουν   οι κοπελιές να κάνουν κούνια και να τις τραγουδήσουν. «Πάνω στη κούνια κάτσανε τέσσερα μαύρα μάτια, τέσσερα χείλη δροσερά ροδόσταμο γεμάτα». Αυτοσχεδίαζαν στο τραγούδι και για κάθε ζευγάρι που ανέβαινε στη κούνια έλεγαν διαφορετικό τραγούδι. Στο «σχολειό» γινόταν άλλη κούνια. Κάποιες φορές οι μερακλήδες έφερναν γραμμόφωνο ή πικ-απ και άλλες τη τοπική κομπανία με τα σαντουρόβιολα. Και μόλις ο ήλιος έφευγε να βασιλέψει, το κέφι και το τραγούδι μεταφέρονταν στο χωριό στους καφενέδες. 
               Όλα αυτά ως το τέλος της δεκαετίας του 70 (1970). Ο «πολιτισμός» η μετανάστευση, τα γηρατειά, ο θάνατος έφεραν τη σιωπή και την ερήμωση. Μήτε κούνιες, μήτε τραγούδια. Όλα θάφτηκαν κάτω απ’ το βαρύ πέλμα της ….Παγκοσμιοποίησης.



Χριστός Ανέστη μάτια μου
Σ’ όλη την οικουμένη
Όλος ο κόσμος χαίρεται
Μον’ σύ σε λυπημένη

Πες μου τι θέλεις τι ζητάς
Και γω θα σε πληρώσω
Δάκυ’ απ’ τα ματάκια μου
Θα βγάλω να σου δώσω