Τρίτη 5 Μαΐου 2020

ΜΠΟΥΡΟΣ: ΟΙ ΚΟΥΝΙΕΣ

ΜΠΟΥΡΟΣ: ΟΙ ΚΟΥΝΙΕΣ.
Τη Κυριακή της Λαμπρής και μετά τη δευτερανάσταση, οι καφενέδες γέμιζαν από κόσμο. Παστός κολιός ή χαψιά, φρέσκια μαρουλοσαλάτα, τυρί «κιλιμουτύρ» και τα βαμμένα Λαμπριάτικα αυγά αποτελούσαν το μεζέ του ούζου. Τσουγρίματα, ευχές και τραγούδι. «Χριστός Ανέστη μάτια μου, έλα να φιληθούμε κιαν δεν σ ’αρέσει το φιλί στρώσε να κοιμηθούμε». Η κάθε παρέα με το δικό της τραγούδι, στον ίδιο πάντα μακρόσυρτο λυπητερό σκοπό.
Μετά ακολουθούσε το μεσημεριανό φαγητό, αρνάκι γεμιστό στο φούρνο. Μοσχοβολούσε ολόκληρο το χωριό. Μα ο νους της νεολαίας ήταν στη κούνια. Να τελειώσει το φαγοπότι και να κρεμάσουν στη «καρυδιά» το φόρτωμα (σχοινί) να δέσουν τη μακριά σανίδα να ρθουν οι κοπελιές να κάνουν κούνια και να τις τραγουδήσουν. «Πάνω στη κούνια κάτσανε τέσσερα μαύρα μάτια, τέσσερα χείλη δροσερά ροδόσταμο γεμάτα». Αυτοσχεδίαζαν στο τραγούδι και για κάθε ζευγάρι που ανέβαινε στη κούνια έλεγαν διαφορετικό τραγούδι. Στο «σχολειό» γινόταν άλλη κούνια. Κάποιες φορές οι μερακλήδες έφερναν γραμμόφωνο ή πικ-απ και άλλες τη τοπική κομπανία με τα σαντουρόβιολα. Και μόλις ο ήλιος έφευγε να βασιλέψει, το κέφι και το τραγούδι μεταφέρονταν στο χωριό στους καφενέδες.
Όλα αυτά ως το τέλος της δεκαετίας του 70 (1970). Ο «πολιτισμός» η μετανάστευση, τα γηρατειά, ο θάνατος έφεραν τη σιωπή και την ερήμωση. Μήτε κούνιες, μήτε τραγούδια. Όλα θάφτηκαν κάτω απ’ το βαρύ πέλμα της … Παγκοσμιοποίησης.

 
Χριστός Ανέστη μάτια μου
Σ’ όλη την οικουμένη
Όλος ο κόσμος χαίρεται
Μον’ σύ σε λυπημένη

Πες μου τι θέλεις τι ζητάς
Και γω θα σε πληρώσω
Δάκρυ’ απ’ τα ματάκια μου
Θα βγάλω να σου δώσω

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020


ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΓΚΑΪΤΑΤΖΗ

            Τα παλιά χρόνια, σε μεγάλο καφενείο της Αγιάσου, γινόταν τρικούβερτο γλέντι. Η μουσική με τα σαντουρόβιολα και τα φυσερά χαλούσε το κόσμο. Στη παρέα υπήρχε και ένας Γκαϊτατζής που με τη γκάιντα του έδινε το δικό του χρώμα στο γλέντι. Την όμορφη εκδήλωση διέκοψε παρεξήγηση ανάμεσα σε δυο παρέες που εξελίχθηκε σε μεγάλη φασαρία. Ο ηλεκτρισμός δεν είχε φθάσει στην Αγιάσο και το καφενείο το φώτιζε ένα «λούξ». Πάνω στη φασαρία κάποιος έσπασε το λούξ και έγινε σκοτάδι. Οι μουσικοί μες τη φασαρία και το σκοτάδι πήραν τα όργανά τους και έφυγαν.  Ο Γκαϊτατζής που ήταν γέρος και κουτσός έφυγε αργά – αργά. Η φασαρία δεν κράτησε πολύ, ξανάναψαν το λούξ και όταν είδαν πως οι μουσικοί έφυγαν, βγήκαν στο δρόμο να τους ψάξουν και να τους φέρουν πίσω για να συνεχίσουν το γλέντι. Μάταια τους αναζητούσαν. Ο Γκαϊτατζής που δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί, άκουσε τις φωνές και τα βήματα των  γλεντιστάδων, προσπάθησε να κρυφτεί σε μια μικρή εσοχή. Παρ’ όλο που το σκοτάδι ήταν πυκνό από το φόβο του στρυμώχτηκε στην εσοχή και άθελά του στρύμωξε και τη γκάιντα. Ξεφουσκώνοντας η γκάιντα σφύριξε δυνατά και πρόδωσε το γκαϊτατζή.  Οι γλεντιστάδς έτρεξαν προς το μέρος του και τον ανάγκασαν να γυρίσει στο καφενείο και να συνεχίσει μόνος του το γλέντι ως το πρωί. 
          Αυτή την ιστορία μου την είπε ο πατέρας μου όταν του είπα πως θέλω να ασχοληθώ με τη μουσική και το σαντούρι. 
Σημειώσεις: 1. Λούξ, ένα φωτιστικό (λάμπα) που το τροφοδοτούσαν με πετρέλαιο.

Μυτιλήνη 4 Μαΐου 2020
Δ.Β.ΚΟΦΤΕΡΟΣ