Τρίτη 9 Ιουνίου 2020


  Ο ΜΠΟΡΟΣ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ 
   Γράφει ο/η Δημήτρης Κοφτερός   
27.02.08
Πέρασα τς’ απ’ του Μπουρό, έν ήβρα νιρό να πιώ

mporos_home.jpgΟ Μπορός1 σημερινό Νεοχώρι, βρίσκεται 15 χιλιόμετρα Β.Δ. του Πλωμαρίου. Είναι χτισμένος σε απότομη πλαγιά, χωμένος κυριολεκτικά στο πράσινο. Γύρω – γύρω ελιές και περιβόλια. Πολλά νερά αναβλύζουν απ’ τα κατώγια και τις αυλές των σπιτιών. Σήμερα λιγόστεψαν, αλλά όταν ο χειμώνας είναι βροχερός ανοίγουν οι «μάνες»2 και το νερό πλημμυρίζει τα σοκάκια.
Ο Μπορός είναι παλιό χωριό και σύμφωνα με τη μελέτη του Δημήτρη Μ. Παπάζογλου3, κατοικήθηκε το 1650. Η αύξηση του πληθυσμού της Μέρηνας4 ανάγκασε τους κατοίκους της να ξεχυθούν για καινούργια και παρθένα μέρη για εκμετάλλευση. Η μετακίνηση τούτη δημιούργησε πολλά μικρά χωριά με επίκεντρο τη Μέρηνα, τις Πλωμαρίτικες κατούντες5. Μια απ’ αυτές και ο Μπορός. Πριν σχηματισθεί όμως το σημερινό χωριό, οι άνθρωποι που έφθασαν εδώ δημιούργησαν μικρές ομάδες, οικογενειακού τύπου. Άλλοι κατοίκησαν στη Τριψύχη6, άλλοι στη Καλιαμά7 άλλοι στον Άϊ Γιάννη8 κτλ. Στη συνέχεια συσπειρώθηκαν ίσως γύρω απ’ τη πηγή του «πλάτανου» και σιγά –σιγά έχτισαν το χωριό Μπορό. Οι πληροφορίες για το χωριό μας ξεκινούν από το 17859. Εδώ υπήρχε ελαιόμυλος που ανήκε στην εκκλησία του χωριού. Το 184110 υπάρχει πληροφορία για την αγορά ενός άλλου (ίσως του ίδιου) που πουλήθηκε 350 γρόσια. Στο προαύλιο της Αγίας Αικατερίνης υπάρχει μαρμάρινη επιγραφή και φέρει τη χρονολογία 184111. Άλλες πληροφορίες δεν έχουμε αφού η πυρκαγιά του 1944-45, έκαψε τα κοινοτικά μας αρχεία.
Την ονομασία Μπουρός12 , προσπάθησε να αναλύσει ετυμολογικά, ο Γ. Γιανουλέλης. Η καλύτερη εκδοχή ίσως είναι αυτή με τα πολλά νερά και το μπουρί που σχηματίζεται στους βράχους. Με την ονομασία ασχολήθηκε και ο Μητροπολίτης Αθηναγόρας «που το θέλει απ’ τη μπόρα, μπουρίνι, κι αυτό γιατί έχει πολλά νερά, πολλά λαγκάδια που προϋποθέτουν μπουρίνια και μπόρες»13.
Η ονομασία Μπορός επεκράτησε ως το 192614. Μετονομάσθηκε σε Βορός15 και το 195716 του έδοσαν το όνομα Νεοχώρι. Για την αλλαγή του ονόματος σας μεταφέρω όσα γράφει ο Γ.Γιαννουλέλλης: «….θλίβομαι όταν συλλογιστώ πως το Μπουρό, ένα πολύ παλιό χωριό, μετονομάσθηκε στο ανούσιο Νεοχώρι! Χάθηκε ο κόσμος να το μετονομάσουν, αν δεν τους άρεσε το Μπουρό, σε Πόρο (πέρασμα από το Παλιχώρι στην Αγιάσο) ή σε Πώρο; Και καλύτερ’ απ’ όλα γιατί να τα’ αλλάξουν και να σβήσουν τα ίχνη της ιστορίας, όπως οι παλιοί επίτροποι των ναών που έσβηναν τις παλιές –μουτζουρωμένες-τοιχογραφίες και τις αντικαθιστούσαν με καινούργιες ζωγραφιές – χαλκομανίες; Μήπως είναι καιρός πια να ξαναδώσουμε στους τόπους μας τις παλιές τους ονομασίες;».
Τα σπίτια, πετρόχτιστα και με κεραμοσκεπή, είναι κολλημένα ασφυκτικά το ένα δίπλα στο άλλο. Ξεκινούν σχεδόν απ’ το λαδομάγαζο17 και ανηφορίζουν προς το βουνό Πρινοβούλι18. Θυμάμαι πως υπήρχαν σπίτια που η σκεπή ήταν κατασκευασμένη από χώμα. «Δώμα»19 τα αποκαλούσαν. Εκεί άπλωναν τα σύκα και το τραχανά το καλοκαίρι. Κάθε σπίτι είχε το κατώι. Εδώ έβαζαν τα ζώα, το λάδι το άχυρο, τα ξύλα τα εργαλεία και κ.α.. Ήταν δηλαδή η αποθήκη. Στο πάνω μέρος ήταν το κυρίως σπίτι. Τα σπίτια ήταν ψηλοτάβανα και μικρά. Το πάτωμα και το νταβάνι20 ήταν κατασκευασμένα από ξύλο λεύκας. Το ξύλο της λεύκας όσο είναι ζωντανό αντέχει στο νερό. Όταν κοπεί όμως και ξεραθεί θέλει στεγνό τόπο διαφορετικά σαπίζει. Ο πεύκος έχει αντίθετη συμπεριφορά γι αυτό και τα ξύλα του τα χρησιμοποιούν στη κατασκευή καϊκιών. Τα εσωτερικά χωρίσματα είναι κατασκευασμένα από «μπαγδατί»21. Κάποια ήταν μονοκόμματα και δεν υπήρχε ξεχωριστός χώρος για κουζίνα, κρεβατοκάμαρα ή σαλόνι(οντάς). Το βράδυ έστρωναν τα στρωσίδια στο πάτωμα και κοιμόντουσαν όλοι μαζί. Το ηλεκτρικό ρεύμα έφθασε στη δεκαετία του 1968-69 και το νερό το κουβαλούσαμε με τις στάνες (κ’μάρια22) απ’ τη βρύση. Η λάμπα πετρελαίου και το λυχνάρι23 που άναβε με λάδι, μας κρατούσαν συντροφιά τα βράδια. Με τη λάμπα διαβάζαμε και με τη λάμπα γινόταν οι δουλειές του σπιτιού. Στα καφενεία υπήρχε το λούξ24. Οι χώροι μικροί και τα σημερινά μέσα για το πλύσιμο των ρούχων ήταν άγνωστα και η μπουγάδα γινόταν στο κοινοτικό πλυσταριό ή στο ποτάμι. Στο τζάκι (γωνιά) γινόταν το μαγείρεμα του φαγητού, εκεί τυροκομούσαν και εκεί τρυπώναμε τις παγερές μέρες και τα βράδια του χειμώνα. Το τζάκι δούλευε με ξύλα. Η προετοιμασία γινόταν με το κλάδεμα της ελιάς. Έκοβαν τα ξύλα για να ξεραθούν και στη συνέχεια τα κουβαλήσουν στο κατώι25.
Κάθε σπίτι είχε το μπαλκόνι του. Τα περισσότερα ήταν ξύλινα. Εδώ άπλωναν τα καρύδια ή τα αμύγδαλα για να ξεραθούν. Κάθονταν τα βράδια και πολλές φορές κοιμόντουσαν τις καυτές καλοκαιρινές νύχτες. Η τοπική ονομασία είναι «αστρατσιά» όχι μπαλκόνι.
Το πάτωμα στηριζόταν πάνω σε μακριά δοκάρια στις «δίπλες» από μακρύς και χοντρούς κορμούς λεύκας. Με τη πάροδο του χρόνου, μετέφεραν τα ζώα σε ξεχωριστούς χώρους και το κατώι έγινε «κατεβατό26». Στις δίπλες κρεμούσαν κυδώνια, μήλα, ρόδια και μοσχοβολούσε ολόκληρο το σπίτι.
Κάτω απ’ το χωριό περνά ο ποταμός Πριόνας27. Τα νερά του ποτίζουν τους μπαχτσέδες που βρίσκονται κατά μήκος του ποταμού. Εκεί έπλεναν το καλοκαίρι τα βαριά χειμωνιάτικα ρούχα. Έβαζαν μεγάλα καζάνια, έβραζαν νερό, έκαναν αλισίβα με τη βοήθεια της στάχτης, και τα ρούχα γινόταν κρουσταλλένια. Όσο οι μεγάλοι πλένανε εμείς παίζαμε με τα νερά και τα ψάρια του ποταμού.
Η απόσταση των 15 χιλιομέτρων που χωρίζει το Μπουρό από το Πλωμάρι, για την εποχή εκείνη ήταν μεγάλη. Η συγκοινωνία ήταν ανύπαρκτη και η επικοινωνία γινόταν με τα «πόδια» (περπατούσαν τις περισσότερες φορές ξυπόλυτοι για να μη χαλάσουν τα παπούτσια τους), με τα ζώα (γαϊδούρια- μουλάρια-άλογα) και με τους αραμπάδες που τους έσερναν βόδια. Η διάνοιξη του δρόμου – καροτσόδρομος- ξεκίνησε το 189428. Η μεταφορά των αγαθών από και προς το χωριό ήταν χρονοβόρα και δύσκολη υπόθεση. Γι αυτό το λόγο αναπτύχθηκαν στο Μπορό σχεδόν όλα τα παραδοσιακά επαγγέλματα29. Κτίστες, μαραγκοί, μανάβηδες, μπαρμπέρηδες, παπουτσήδες κ.α
Καφενεία, παντοπωλεία, μανάβικα και ένα σωρό μαγαζάκια λειτουργούσαν σε τούτο το μικρό χωριό. Πρώτο – πρώτο το καφενείο – μανάβικο του Γιώργου Κακάμπουρα (Μιμέλ). Δίπλα το καφενείο – παντοπωλείο του Δημητρίου Βενετή και δίπλα ακριβώς τα καφενεία των Δημήτρη Καλδέλη (Χανές) και Ευστρατίου Πανάγου (Σαχλάρ).Δίπλα το χασαπιό του Νικόλα Πανάγου (Σαχλαρέλ’). Απέναντι απ’ το καφενείο του Πανάγου, το καφενείο του Νικολάου Αθανασσέλη (Ψώμος). Στο πλάτανο ήταν το καφενείο του Δημητρίου Καλδέλη (Αντίκα), και αργότερα χτίστηκε το καφενείο του Παναγιώτη Βερβέρη (τ’ Μπουτέλ τσ’ Μαμής). Σχεδόν δίπλα το καπνοπωλείο του ανάπηρου απ’ το πόλεμο Γρηγόρη Ξενητέλλη που το δούλευε ο πατέρας του Δημήτρης. Πριν γίνει καπνοπωλείο, ήταν καφενείο που το δούλευε ο Στρατής Βογιατζής (Παπαδιά). Αργότερα έγινε κουρείο και το Δημήτρης Μιχαήλ Χατζέλης. Μετά το θάνατο του Δημήτρη Ξενητέλη, το έκανε κρεοπωλείο ο Ιωάννης Κουτσουραδής (Τσουράπας). Ποιο πέρα το ψιλικατζίδικο του Κωστή του Φράγγου (Ξενητέλη). Παπτσίδκου διατηρούσε και ο Κωστής Αυγηρέλλης. Κουρείο είχε ανοίξει ο Γιώργος Γρ. Βενετής πριν φύγει για την Αυστραλία. Πάνω απ’ το κουρείο στη δεκαετία 55-65, ήταν το Κοινοτικό Ιατρείο. Δίπλα στο κουρείο το ψιλικατζίδικο του Παναγιώτη Γιαλούρη. Απέναντι απ’ το κοινωτικό γραφείο το κουρείο του Μανώλη Ι. Αβαγιάννη. Ο Γρηγόρης Γ. Βενετής (Γληγουρέλ) διατηρούσε καφενείο κοντά στην εκκλησία του χωριού, Αγίων Κων/νου και Ελένης. Δίπλα ήταν το καφενείο, καπνοπωλείο, τηλεφωνείο, του Τζάνου Ανδριωτέλη. Λίγο πιο πάνω το ραφείο του Γιάννη Καλδέλη (Αρφανός). Πιο πάνω το σαπονοποιείο του Μιχήλ Βερβέρη (Μχαϊλους).
Στο δρόμο που οδηγεί προς τη «καμπάνα», ήταν το καφενείο του Στρατή Καβαρνού και παραδίπλα το ψιλικατζίδικο του Νίκου Πανάγου που αργότερα το μετέφερε σε νέο κτήριο. Πιο πάνω το μοδιστράδικο της Ζωής Γιαλούρη πριν φύγει για την Αυστραλία. Απέναντι ακριβώς το καφενείο του Παναγιώτη Καλδέλη (Μπότη). Στη καμπάνα το υποδηματοποιείο (παπτσίδκου) του Σάββα Α. Θαλασσέλη. Παραδίπλα το καφενείο του Λευτέρη Βερβέρη (Σαπλήκα) και δίπλα το παπουτσίδηκο του Αντώνη Βενετή. Λίγο ποιο κάτω το καφενείο του Χατζέλη (Κουνάτς’) και το ψιλικατζίδικο του Μανώλη Τσακίρη. Πηγαίνοντας προς το Λιακό30, συναντούσες τα καφενεία των Μανώλη Αβαγιάννη, Ιωάννη Μπουλμέ και στο Λιακό του Κακάμπουρα (Νταγρά). Πιο πάνω στο σπίτι του Τσιρμάρου31 που παλιά ήταν καφενείο, είχε το ιατρείο του ο χωριανός μας γιατρός Κώστας Αυγήρης.
Το καφενείο ήταν τόπος συνάντησης και κοινωνικών εκδηλώσεων. Εκεί γινόταν οι γάμοι και τα γλέντια. Στα καλά του καθουμένου άναβε το γλέντι, το τραγούδι των καλλίφωνων αντηχούσε. Φώναζαν τα σαντουρόβιολα32 και γέμιζε η ατμόσφαιρα μελωδίες. Η απουσία του ηλεκτρικού ρεύματος και των μηχανημάτων υποστήριξης του ήχου των μουσικών οργάνων, μας γέμιζε με τον απαλό και φυσικό τους ήχο. Όποτε είχε γιορτή και μουσική, οι μεγάλοι χόρευαν με το παξίσι33 που έριχναν στο σαντούρι και τα πιτσιρίκια λίγο ποιο πέρα, στα σκοτεινά, δοκίμαζαν τις χορευτικές τους δυνατότητες. Πολλές φορές πάνω στο μεθύσι γινόταν φασαρίες και καυγάδες.
Στα καφενεία μαζεύονταν μόνο άνδρες. Έπαιζαν χαρτιά, τάβλι και ντάμα. Ξερή, μπαλότ, πινόκ, πρέφα, εξηνταέξη, εξάδα κ.α. Ήταν κάποιοι πολύ νευρικοί άνθρωποι που συνέχεια φώναζαν, χτυπούσαν τα χέρια στο τραπέζι, «Ατού ρε». Οι γυναίκες δεν πατούσαν το πόδι τους στο καφενείο παρά μόνο σε γάμους και σε γλέντια. Συνήθως μαζεύονταν έξω απ’ το καφενείο που είχε μουσική ή τραγουδούσε κάποια παρέα. Οι γλεντζέδες τις κερνούσαν λουκούμια.
Το λούξ φώτιζε τα σκοτεινιασμένα βράδια στα καφενεία και η σόμπα με καυσόξυλα, ζέστανε το χώρο τους παγερούς μήνες. Όταν έκανε κρύο η σουμάδα από πικραμύγδαλα ζέστανε το φυλλοκάρδι μας. Το κονιάκ και το ούζο ήταν για τους μεγάλους. Το καλοκαίρι το «υποβρύχιο» μας ξεγάνιαζε34.
Σε κάποια καφενεία υπήρχε ραδιόφωνο αλλά το άνοιγαν μόνο για να ακούσουν ειδήσεις. Στο καφενείο του Παναγιώτη Καλδέλλη (Χανέ), υπήρχε γραμμόφωνο και πλάκες από βηνύλιο με διάφορα τραγούδια. Στο καφενείο του Γιώργου Αβαγιάννη, υπήρχε πικάπ και τις απογευματινές ώρες αλλά και τα βράδια έβαζε μουσική. Από εκεί ακούγαμε τα σουξέ της εποχής. Περπινιάδης, Καζαντήδης, Φωτεινή Μαυράκη, Ζαγορέος κ.α. Εκεί συνήθως μαζευόταν η νεολαία όπως και στο καφενείο του «Μπότη».
Μετά το γλέντι στο καφενείο, κάποιοι πήγαιναν να τραγουδήσουν τις αγαπημένες τους. Το τραγούδι τη νύχτα με όργανα ή χωρίς αυτά, ήταν καλοδεχούμενο γιατί οι άνθρωποι που τραγουδούσαν ήταν καλλίφωνοι και ότι τραγουδούσαν ήταν όμορφο. Από τότε που αντικαταστάθηκε η φωνή του ανθρώπου με το πικάπ, η καντάδα και το γλέντι χάλασε. Μόνο εκνευρισμό σου έφερνε μέσα στη νύχτα.
Σήμα κατατεθέν για το Μπορό ήταν ο πλάτανος. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των πατεράδων μας, οι παλιοί είχαν φυτέψει μια καρυδιά κοντά στη βρύση, και για την προστατέψουν έβαλαν γύρω – γύρω, πασάλους από πλάτανο. Αντί να προοδέψει η καρυδιά ένας πάσαλος έβγαλε φύλλα και κλαδιά. Σκέφτηκαν να το αφήσου να μεγαλώσει. Έτσι έγινε ο πλάτανος, ψηλός σαν κυπαρίσσι με χοντρό κορμό και πυκνά φύλλα. Σωστός γίγαντας. Σκέπασε τα σπίτια που ήταν γύρω του. Απ’ όπου και να έβλεπες το χωριό ο πλάτανος κυριαρχούσε. Το 1981-82 τσιμεντόστρωσαν το χώρο γύρω απ’ το πλάτανο. Έ αυτό ήταν και το τέλος του. Του έκοψαν την ανάσα και σιγά – σιγά μαράζωσε, ξεράθηκε και τον κόψανε. Χάθηκε το στολίδι του χωριού.
Το θρησκευτικό συναίσθημα των Μποριανών ήταν έντονο. Όπου και να πας θα δεις και ένα εξωκλήσι αφιερωμένο σε κάποιον Άγιο. Η Αγία Αικατερίνη χτίστηκε έξω απ’ το χωριό το 1841 στη θέση παλιακκλησιά. Πριν ήταν μια μικρότερη εκκλησία, παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του παλιού Πλωμαρίου (Μεγαλοχωρίου). Ήταν τρίκλιτη βασιλική, χαμηλή. Το 1846 (Ιούλιο) προστέθηκε ο νάρθηκας και ο γυναικωνίτης, που ήταν πολύ υψηλότερος του κυρίως ναού. Στο βόρειο τοίχο του νάρθηκα, πάνω σε μια ημικυκλική πλάκα από λευκωπό πώρο, είναι γραμμένη η χρονολογία και δυσανάγνωστα γράμματα. Το 2001 η εκκλησία γκρεμίσθηκε και στη θέση της οικοδομήθηκε μικρότερη εκκλησία.
Στο προαύλιο χώρο της Αγίας Αικατερίνης, είναι και το νεκροταφείο του χωριού, παλιό και νέο καθώς και το οστεοφυλάκιο.
Στη «καρυδιά» είναι χτισμένος ο ναός των Αγίων Κων/νου και Ελένης. Χτίσθηκε το 1951 στη θέση του παλιού σχολείου «αρρένων» που λειτουργούσε από το 1909. Είναι τρίκλιτη βασιλική και είναι η κεντρική εκκλησία του χωριού μας.
Δίπλα στην εκκλησία είναι κατασκευασμένο το καμπαναριό. Πριν κτιστεί, η καμπάνα ήταν κρεμασμένη στα κλαδιά της καρυδιάς. Εδώ υπάρχει μικρή πλατεία και μια βρύση με άφθονο κρουσταλένιο νερό. Σώζεται και μια πλάκα με χαραγμένους ρόμβους και μια πέτρα με το σταυρό. Στη καρυδιά, τα πιο παλιά χρόνια, το μεσημέρι της Λαμπρής μαζευόταν ο κόσμος και κάνε κούνια. Τα τραγούδια και οι φωνές γέμιζαν το χωριό.
Έξω απ’ το χωριό, χωμένο κυριολεκτικά μέσα στις ελιές, βρίσκεται το Δημοτικό μας σχολείο. Χτίσθηκε το 1931, μεγάλο με μνημειακή είσοδο που φέρει αέτωμα, παραστάσεις, επίκρανα από ανοιχτόχρωμη και καφετιά πέτρα. Είναι μονοθέσιο μελίγα παιδιά. Εδώ έρχονται και παιδιά απ’ το Ακράσι και το Αμπελικό
Όταν φτιάχνανε το Σχολείο, «βρέθηκαν παλιά κρηπιδώματα, οστά, κεραμίδια και σπασμένα πιθάρια. Στη θέση εκείνη ανευρίσκονται και άλλα λείψανα οικισμού» (Αξιώτησ-Μουτζούρης).
Στο δρόμο που ενώνει το σχολείο με τη τοποθεσία «πγαδέλ’», γινόταν το νυφοπάζαρο. Τη Λαμπρή το απόγεμα γινόταν κούνιες και τραγουδούσαν το Λαμπριάτικο σκοπό.
Ο πληθυσμός έφτασε και τις 600 ψυχές αλλά η μετανάστευση στο Εξωτερικό, κυρίως Αυστραλία, αλλά και στα μεγάλα αστικά κέντρα, έφερε την ερήμωση.
Σημειώσεις:

1)Ο αείμνηστος Γιώργος Ν. Γιανουλέλλης, στο βιβλίο του «ΠΛΩΜΑΡΙ ΛΕΣΒΟΥ» αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο στο χωριό μας το Μπουρό και στην ανάλυση της ετυμολογίας τόσο της ονομασίας του χωριού μας όσο και των γύρω περιοχών « ΣΤ’. ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΠΟΥΡΟ ΚΑΙ ΑΚΡΑΣΙ» σελ.114-125.
2)«Μάνες», είναι οι πηγές απ’ όπου αναβλύζει νερό.
3) «Και τα χωριά της περιφέρειας που χρονικά μπορεί να τα τοποθετήση κανείς από το 1600 κί ύστερα, έχουν τα ίδια ήθη και έθιμα με το Πλωμάρι. Οι κάτοικοί τους είναι απόγονοι της Μέρηνας3 , εκτός του Αμπελικού που ίσως προηγήθηκε, ίσως και νάναι σύγχρονο της Μέρηνας. Χρονικά τα χωριά εμφανίσθηκαν περίπου με τη παρακάτω σειρά. Μεγαλοχώρι (παληό Πλωμάρι) το 1450, Πλαγιά 1600, Μπορός (σημερινό Νεοχώρι) το 1650, Τρύγονας 1700 με συνοικισμό της Μηλιές, Παλαιοχώρι 1700 με συνοικισμό τη Κουρνέλα και ναυτική σκάλα τη Μελίντα, και το Ακράσιον 1700 με συνοικισμό τη Δρώτα». (Δ. ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ «ΤΟ ΠΛΩΜΑΡΙ», σελ.95).
4)Η Μέρηνα είναι μια μαγευτική και γραφική τοποθεσία έξω από το σημερινό Μεγαλοχώρι, όπου εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι κάτοικοι (1400-1450μ.Χ.) του Πλωμαριού. : (Δ.ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, «ΤΟ ΠΛΩΜΑΡΙ» σελ.25).
5)Πλωμαρίτικες κατούντες. (Δ.ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, «ΤΟ ΠΛΩΜΑΡΙ» σελ.29).
6)Τριψύχη = πολύ κρύο, παγωνιά. (Δ.ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, «ΤΟ ΠΛΩΜΑΡΙ» σελ.25).
7)Καλιαμάς. Τοποθεσία στην περιφέρεια του Μπορού. Ο Γ.Γιανουλέλης ονομάζει το ποταμό Πριόνα και Καλιαμά και αναφέρεται στην ετυμολογία της λέξεως. (ΠΛΩΜΑΡΙ ΛΕΣΒΟΥ, σελ.118).
8)Άϊ Γιάννης. Πιο πάνω α’ τη Τριψύχη υπάρχει μικρή εκκλησία του Ά¨ι Γιάννη και υπολείμματα από αρχαίο οικισμό καθώς και ενός παλιού τύπου ελαιόμυλου. Άϊ Γιάννης υπάρχει και στο Χιρόλακα.
9-10)α. «ένας (ελαιόμυλος) αναφέρεται στα 1785, ενώ το 1841 για την αγορά ενόςάλλου (ίσως του ίδιου) δίνονται 350γρόσια….» ΑΞΙΩΤΗΣ ΜΑΚΗΣ,«ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΛΕΣΒΟ» -ΝΕΟΧΩΡΙ σελ.621. β)Στο βιβλίο του Τάκη Παπουτσάνη «ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ, 1986, ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ 1780.-1840 σελ. 79-93» υπάρχει η πληροφορία ότι το 1841 λειτουργούσε ελαιόμυλος που ανήκε στην εκκλησία του Μπορού.
11)«Στο προαύλιο του, (ναού της Αγ. Αικατερίνης)στον ξεροτρόχαλο τοίχο υπάρχει ένα κομμάτι μάρμαρο, όπουσε μεγαλογράμματη γραφή αναφέρει:
ΟΥΤΟΣ Ο ΝΑΟΣ ΟΚΟΔΟΜΗΘΗ ΔΙΕΞΟΔΩΝ ΚΑΙ ΔΑΠΑΝΗΣ ΤΩΝ ΕΥΣΕΒΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩ ΤΩΝ ΚΑΤΟΚΟΥΝΤΟΝ ΕΝ ΤΗ ΝΟΜΗ ΜΠΩΡΟΝ και από κάτω με μεγαλύτερα γράμματα 1841 ΜΙΑ 20». ΑΞΙΩΤΗΣ ΜΑΚΗΣ,«ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΛΕΣΒΟ» -ΝΕΟΧΩΡΙ σελ.623.
12)Για την ετυμολογία της ονομασίας- λέξης Μπουρός –Μπορός ο Γ.Γιαννουλέλης γράφει: Μπουρός είναι όνομα τόπου με πηγή νερού στην Αγιάσο Λέσβου και Μπουροί (πληθ.) είναι τ’ όνομα πέντε συνεχόμενων πηγών πλάι στην κοίτη του ποταμού Σεδούντα.
Το χωριό Μπουρός έχει πολλά νερά, που ην άνοιξη αναβλύζουν ακόμα κι από τις αυλές και τα υπόγεια των σπιτιών, ενώ το καλοκαίρι στερεύουν αρκετές πηγές. ….
Σε πολλά Λεσβ. Ιδιώματα όπως και στο ιδίωμα Πλωμ, μπουρός είναι το ίζημα που αφήνει το νερό γύρο από το στόμιο μιας πηγής. Το ίζημα αυτό παίρνει σχήματα καμπύλα, σα φουσκωτά μάγουλα, και καθώς πληθαίνει με τα χρόνια, περικλείει την έξοδο της πηγής, αφήνοντας τον μπουρό να πιάσει στο μέρος αυτό. Το χωριό Μπουρό είναι χτισμένο πάνω σε τέτοιο ιζηματογενή βράχο. Μπουρός λέγεται και το ίζημα που φράζει τους πηλοσωλήνες της ύδρευσης.
[[ Ετυμολ. Αξεδιάλυτη. Είναι πιθανό πως ο μπορός και το Μπουρό, έχουν σχέση με τον ποταμό Βοροφόρο που αναφέρει ο Θ. Στουδίτης (Β.Β.Αετού 3, σ. 67) καθώς και το Βαροφόρο που βρίσκουμε σε επιστολή του Κ. Πορφυρογέννητου: ’Απερχόμενοι δε είς τον πέμπτον φραγμόν, τον ’επονομαζόμενον Ρωσσιστί Βαροφόρον. ( Το Βαροφόρος είναι το ίδιο με το Βορ(ρ)οφόρος, γιατί το άτονο ο προφέρεται σαν α σε πολλά Ρωσικά ιδιώματα, όπως το ΓΟΒΟΡΙΤ προφέρεται Γκάβαρικ’).
Οι ονομασίες αυτές προέρχονται από το Σλαβικό vor – φράχτης, περίβολος (πβ. «πέμπτον φραγμόν…») καθώς και οι τοπων. Οβορός στη Βόρειο Ελλάδα (Max Vasmer, die Slaven in Griechenland) πρ. Ρως. Obora- περίγυρος- Σλαβ. Vor –περίβολος, φράχτης, λέξεις σχετικές με Σλαβ. ρ. vertet και Λατ. Vertere- γυρίζω, στρέφω γύρω – γύρω. Ο μπορός, όπως τον περιέγραψα πιο πάνω είναι το ίζημα που δημιουργείται γύρω από μια πηγή, σχηματίζοντας ένα περίγυρο, μια μπορντούρα.
Σημειώνω πως στη Λέσβο έχουμε το χωριό Λισβόρι, όπου υπάρχουν θερμές πηγές και νομίζω πως τα’ όνομά του σχετίζεται με τις τοπων. Ισβόρι και Ίσβορος, που συναντάμε στην Ήπειρο και τη Μακεδονία. Υποθέτω πως είναι: Λισβόρι- Γισβόρι-Ισβόρι (το Ισβόρι- το Γισβόρι- το Λισβόρι). Οι τοπων. Αυτές σημαίνουν «πηγή» και σχετίζονται με το Σανσκρ. Izvor- πηγή.(Max Vasmer, die Slaven in Griechenland). Είναι όμως δύσκολο φωνητικά, ο Μπουρός να προκύψει από το Ίσβορος.
Σε κάποιο προηγούμενο στάδιο της έρευνάς μου για το Μπορό, είχα φτάσει σε μιαν υπόθεση, που τώρα μου φαίνεται απίθανη, θα την αναφέρω όμως, από τη μια γιατί σχετίζεται με την ετυμολογία της Βούρινας, ιερής πηγής στην Κω (πηγή του Ιπποκράτους), κι από την άλλη γιατί εμπεριέχει στοιχεία ποιητικής φαντασίας. Οι πρώτες ιδέες μου γεννήθηκαν όταν διάβασα στον Ησύχιο τα: Βήρ-το φρέαρ- Σύριοι. Και ’Ιταβύριον. Όρος έχων πηγήν μίαν όθεν τα θηρία πίνει. Έστι δε είς την Γαλιλαίαν εν Ιουαία. Ο Σχολιαστής του Ησύχιου σημειώνει πως το Ιταβούριον είναι το όρος Θαβώρ και το βήρ είναι το εβραϊκό beer- φρέαρ ορκισμού, που σήμερα λέγεται Βηροσοβά.
Ύστερα από ένα χρόνο διάβασα στο θαυμάσιο Cambridge Ancient History (C.A.H. τόμος Ι, Μέρος Ι, νέα έκδοση, σ. 148) πως η αρχήτων λέξεων αυτών (Ιταβύριον, Θαβώρ κ.α.) είναι το Σουμεριακό Bur-ann= ο ποταμός Ευφράτης, στο Αραβικό Ha bur= ποταμός ευγονίας, στο Εβραϊκό Tha- bor= Θαβώρ (το όρος) στο Akkadian pur= ιερή πηγή κ.α.
Τότε μου ήρθε στο νου η Βούρινα η ιερή πηγή της Κω, και τη συσχέτισα – χωρίς άλλα γλωσσολογικά εφόδια . με το Σουμεριακό bur. Η κατάλ. ιν (ν)α είναι Χιττιτο – Λουβική, και οι λαοί που μιλούσαν τις γλώσσες αυτές έρχονταν σε συχνή επικοινωνία με τους λαούς της Μεσοποταμίας με τους οποίους γειτόνευαν, όπου η χρήση της λ. bur=ιερή πηγή, πηγή, ήταν συνηθισμένη (πβ. Bur-ann=Ευφράτης ποταμός, Akkad. Pur=πηγή κ-α.).
Πρέπει να αναφερθώ εδώ πως στο Λεξ. Pape –Benseler η Βούρινα συσχετίζεται με το βούς+ ρις (μύτη του βοδιού). Ο Κ. Άμαντος γράφει για την ετυμολογία αυτή: μία εκ των αφελειών του Λεξικού τούτου, φοβάμαι όμως πως και ο συσχετισμός της Βούρινας με την τοπων. Ρίνα (ρις, ρινούχος= υπόγειος οχετός) που πρότεινε ο Άμαντος, δεν υστερεί σε αφέλεια. (Κ. Άμαντος Γλωσς. Μελετ. Σ. 94).
Προχωρώντας πιο πέρα στο χώρο της επιστημονικήςφαντασίας τόλμησα να υποθέσω, πως και η Μύριν(ν)α (με εναλλακτικό τύπο Βυρίν(νη;) μπορεί να έχει την αρχή της στο Σουμερικό bur και η σημασία της να είναι «Πηγή». Η Μύριν(να) είναι λ. Χιττιτι- Λουβική (βλ. Β.Α.Μ. Σ.251και είναι γνωστό πως το αρχαίο – υ –προφερόταν σαν –ου- και πως η εναλλαγή μ/β/π δεν ήταν σπάνια. (Πβ. Μαρικά. Βαρυκά, ταεί. Βατεί.πατεί, Ησύχ.). Έτσι η Μύριν(ν)α μπορεί να έχει φωνητική ταυτότητα με τη Βούριν(ν)α.
Ερευνώντας την ετυμολ. Του Μπουρό, αναρωτήθηκα μήπως προέρχεται από το πώρος (λίθος, το γνωστό πουρί, από το οποίο έκαναν αγκωνάρια πριν από λίγα μόλις χρόνια. Από πώρον λίθον είναι και οι αναβαθμοί της βάσης πολλών αρχαίων ναών). Κατά τον Αριστοτέλη πώρος – απολίθωσις υγρών (όπως ο μπουρός στα Λεσβ. Ιδιώμ.) (Αριστ. Μεταφ. 338b,26) ενώ ο Στράβων γράφει: το δε της απολιθώσεως και επι των εν Λαοδικεία ποταμών φασί συμβαίνειν καίπερ όντων ποτίμων κι ο Ησύχιος: ο δε πώρος ού πας λίθος. Στις Ινδίες μεταχειρίζονται ένα είδος χώματος για να βάφουν και να στεγανοποιούν τα σπίτια τους που το λένε pouree (Webster Un. Dict.), ενώ το Belur στις Ινδίες (στο υψίπεδο του Decan) υπάρχει ο ναός Τσίνα Κεσά με νταντελένια γλυπτά συμπλέγματα, γινωμένα από είδος πηλού, που όταν μείνει στον αέρα γίνεται και παραμένει σκληρός σα μολυβιά πέτρα. Ο πηλός αυτός λέγεται pouree (πουρί). Μια που τα ετυμολογικά λεξικά της αρχαίας Ελληνικής δεν προτείνουν ετυμολογία της λ. πώρος (Λεξ. J. Hofmann και Ι. Σταματάκου) μήπως μπορεί να συσχετισθεί ο πώρος με το Μεσοποταμιακό pur (Σουμερ. Bur=πηγή), αφού ο πώρος είναι απολίθωσις υγρρών; Μόνο γλωσσολόγοι, γνώστες των φωνητικών αλλαγών από τα Σουμερικά- Μεσοποταμιακά- Χιττιτι-Λουβικά στα Ελληνικά μπορούν να ξεδιαλύνουν τις φαντασίες αυτές και ν’ αποκαλύψουν αν οι συσχετισμοί αυτοί ευσταθούν.
……Κλείνοντας την έρευνά μου για την ετυμολ. Του Μπουρό, σημειώνω πως στα Α.Ε. βορός=βάραθρο, Λατ. Voro, vorago=άβυσσος, χάσμα γης. (Βλ. Λεξ. J Hofmann και Σ. Κουμανούδη). Το Μπουρό, όπως το περιγράψαμε στην αρχή, είναι χτισμένο σε απότομη πλαγιά, που απολήγει σε κοφτό βράχο, σε «χάσμα γης». Η τοπογραφία όμως της θέσης Μπουροί στην κοίτη του ποταμού Σιδούντα και της θέσης Μπουρός της Αγιάσου, δε δίνει την εικόνα βαράθρου, και δε μας βοηθεί να συσχετίσουμε το Μπουρό με το Α.Ε. βορός. Αντίθετα ο κοινό χαρακτηριστικό τους, που είναι η ύπαρξη του ιζήματος που λέγεται μπουρός, μας υποχρεώνει να θεωρήσουμε σαν πιθανή την πρώτη ετυμολογία. 13) (Δ.ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, «ΤΟ ΠΛΩΜΑΡΙ» σελ.21-23).
14-16)Μέχρι το 1926 λεγόταν Μπουρός, μέχρι το 1957 Βορός και το 1957 μετονομάσθηκε σε Νεοχώρι.
17)Λαδομάγαζο: Αποθήκη για τη φύλαξη του λαδιού
18)Πρινουβούλ: βουνό που φυτρώνουν πουρνάρια
19)Δώμα: ισόγειο σπίτι που η σκεπή του ήταν κατασκευασμένη από ειδικό χώμα για να μην περνά το νερό.
20)νταβάνι:Η οροφή του σπιτιού (εσωτερικό μέρος)
21Μπαγδατί: τοίχος κατασκευασμένος από ξύλο, χώμα, άχυρο και ασβέστη.
22)κ’μάρ’: πήλινο δοχείο για τη μεταφορά και φύλαξη του νερού.
23)Λιχνάρι: μικρό τενεκεδένιο δοχείο που το γέμιζαν με λάδι. Τοποθετούσαν φυτίλι που ποτιζόταν απ’ το λάδι και το χρησιμοποιούσαν τη νύχτα αντί για λάμπα.
24)Λούξ:φωτιστικό πετρελαίου
25)κατώϊ: η αποθήκη
26)κατεβατό: Το ισόγειο μέρος του σπιτιού
27)Πριόνας :μικρός ποταμός
28)Μέχρι το 1936, ο δρόμος έφτανε μέχρι το μονοπάτη που οδηγεί στον Άϊ Γιάννη το Πρόδρομο της Τριψύχης, δηλαδή 100μέτρα πριν το χωριό.
29) βλέπε: «Η ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΤΩΝ ΜΠΟΡΙΑΝΩΝ» Δ.Β.ΚΟΦΤΕΡΟΣ
30Λιακό: τοποθεσία μέσα στο χωριό, ίσως γιατί είχε πολύ ήλιο
31)Τσιρμάρος: Παρόνομα, παρατσούκλι.
32)βλέπε:«ΜΠΟΡΟΣ: ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ» Δ.Β.ΚΟΦΤΕΡΟΣ
33)παξίς’: φιλοδώρημα
34)ξεγάνιασμα: δροσιά



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1)ΓΙΑΝΝΟΥΛΕΛΛΗΣ Ν. ΓΙΩΡΓΟΣ «ΠΛΩΜΑΡΙ ΛΕΣΒΟΥ» α. ΟΙ ΤΟΠΟΝΥΜΙΕΣ, β.Η ΚΑΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΠΛΩΜΑΡΙΤΩΝ. Εκδόσεις Στέφ. Δ. Βασιλόπουλος, 1983.
2) ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ Μ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ «ΤΟ ΠΛΩΜΑΡΙ», ΜΥΤΙΛΗΝΗ 1976.
3)ΑΞΙΩΤΗΣ ΜΑΚΗΣ, «ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΛΕΣΒΟ» -ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ- ΙΣΤΟΡΙΑ – ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙ, ΤΟΜΟΣ Β’, ΜΥΤΙΛΗΝΗ 1992.
4)ΠΑΠΟΥΤΣΑΝΗΣ ΤΑΚΗΣ, «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ 1780-1840» σελ.79-93

ΑΡΘΡΑ:
1)«Η ΜΗΧΑΝΗ Τ’ ΜΠΟΥΡΟΥ ΕΝΑ ΖΩΝΤΑΝΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΙΑΣ» Π. ΚΟΝΤΕΛΗΣ
2)«Η ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΠΟΡΟΥ (ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ –ΛΕΣΒΟΥ)» ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΛΗΣ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΛΔΕΛΗΣ, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΟΦΤΕΡΟΣ, ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΓΙΑΣΟΤΕΛΗΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΟΦΤΕΡΟΣ
27 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2008-02-27






Τελευταία ανανέωση ( 20.08.08 )
 
< Προηγ.   Επόμ. >
Μπορός, το χωριό μας PDF Εκτύπωση E-mail