Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ



ΜΟΥΣΙΚΗ   ΠΑΡΑΔΟΣΗ  ΤΗΣ  ΛΕΣΒΟΥ
ΜΕΡΟΣ Α
 Δ.Β.ΚΟΦΤΕΡΟΣ

             Η ιστορία της μουσικής χάνεται στο χρόνο και το μύθο. Κάθε λαός δημιούργησε τους  δικούς του μύθους  τις δικές του δοξασίες για την ανακάλυψη της μουσικής και των μουσικών οργάνων. Για τη μουσική της Λέσβου η μυθολογία αναφέρει πως  τα κύματα του Αιγαίου έφεραν στο νησί  τη λύρα και το κεφάλι του  Ορφέα όταν οι Μαινάδες τον αποκεφάλισαν και τον πέταξαν στο ποταμό Έβρο. Σύμφωνα με τη παράδοση , οι κάτοικοι ενταφίασαν το κεφάλι στο όρος Λεπέτυμνο και έδωσαν τη λύρα στο ποιητή και μουσικό Τέρπανδρο που έγινε «περί της μουσικής άριστος και αμίμητος».
            Κορυφαίοι εκπρόσωποι και συνεχιστές της Αιολικής λυρικής ποίησης, ο Αλκαίος και η Σαπφώ. Ο Αλκαίος  ύμνησε τον έρωτα, τη καλή ζωή αλλά και τη δημοκρατία. Η Σαπφώ, η δέκατη μούσα, χρησιμοποίησε πρώτη το πλήκτρο στη λύρα για να συνοδέψει τους ύμνους και τα επιθαλάμια τραγούδια.
 Ο Αρίων,ο Φρύνις, ο Αγήνωρ, ο Ξενοφάνης, ο Αριστικλείδης, ο Κηπίων και πολλοί άλλοι μουσικοί και ποιητές, γεννήθηκαν στο νησί του σοφού Πιττακού και Θεόφραστου.
            Η τέχνη της μουσικής δημιουργίας δεν σταμάτησε ακόμα και σε περιόδους περιορισμού και υποταγής της πολιτικής ανεξαρτησίας της Λέσβου.   «Η Μυτιλήνη είχε πρυτανείον και θέατρον και ωδείον,  τοσούτον λαμπρά - γλαφειρά  και περικαλλή, ώστε  και ο Ρωμαίος Πομπήιος επιστρέφων εκ του Μιθριδατικού πολέμου, παρευρέθη είς τους εν Μιτυλήνη αγώνας των ποιητών, και εις θαυμασμόν κινηθείς, εμιμήθη το σχέδιον τούτων εις την οικοδομήν του εν Ρώμη θεάτρου».
            Κατά τη βυζαντινή περίοδο, ο Χριστόφορος Πατρίκιος, έγραψε ύμνους ιαμβικούς και ηρωϊκούς, για το βίο των αγίων. Ο Καλλίνικος εκ Μανταμάδου, ο Γεώργιος ο Λέσβιος, ό Νικόλαος Παγανάς και πολλοί άλλοι μουσικοί και μουσικολόγοι , συνέχισαν τη παράδοση της μουσικής τέχνης του τόπου μας.
              Πέρα όμως απ’ τους σοφούς δασκάλους, ο Λέσβιος έχει το τραγούδι και τη μουσική στο αίμα του. Κάνει τον πόνο και τη χαρά τραγούδι και τα διαλαλεί νύχτα και μέρα. Για κάθε κοινωνικό γεγονός, για κάθε περίσταση, έχει στα χείλη του έτοιμο το τραγούδι και το εκφράζει με το σκοπό που του ταιριάζει.
    Τραγούδια  δίχως όργανα, a capella (φωνητικά), και σκοποί και τραγούδια με τα παιχνίδια, τα όργανα, γεμίζουν τη καθημερινότητα. 
Το φωνητικό τραγούδι στηρίζετε στις καλές φωνές των Μυτιληνιών, στο μεράκι και τον αυθορμητισμό. Θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχουν δυο κατηγορίες φωνητικών τραγουδιών. Τραγούδια που λέγονται όλες τις εποχές του χρόνου και τραγούδια που λέγονται μια συγκεκριμένη περίοδο.






Το τραγούδι της κούνιας λ.χ., λέγεται μόνο τη Λαμπρή και τα τραγούδια της Αποκριάς μόνο τις αποκριές, ενώ ο Πλωμαρίτικος – Παραπουνκός, όλες τις εποχές του χρόνου.
        Παράλληλα με το φωνητικό τραγούδι, συνυπάρχουν  οι σκοποί και τα τραγούδια, που παίζονται με τη συνοδεία μουσικών οργάνων.
Η Λέσβος, το μεγαλύτερο νησί του Ανατολικού Αιγαίου, θαλασσοκράτησε απ’ τα πολύ παλιά χρόνια και ανέπτυξε εμπόριο με τα απέναντι παράλια της Μ. Ασίας, αλλά και με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και του Εύξεινου Πόντου. Εμπορεύματα και ιδέες πήγαιναν και ερχόντουσαν στο νησί.  Οι σκοποί και τα τραγούδια της Σμύρνης και Πόλης αλλά και των άλλων εμπορικών κέντρων, πλαισίωναν τα γλέντια των νεόπλουτων Μυτιληνιών.
            Σε κάθε χωριό σε κάθε κωμόπολη υπήρχε τουλάχιστον και μια μουσική κομπανία. Οι περισσότερες κομπανίες ήταν ως επί το πλείστον, οικογενειακές. Γνωστές οι κομπανίες  των  Παντελέλη, Βερβέρη ή Τουρκογιάννη, Ρόδανου, Σουσαμλή (Κακούργου), Χρίστου,  Καλαϊτζή, Μυρογιάννη  κ. α.
 Οι παραδοσιακές κομπανίες ήταν πλαισιωμένες με τα γνωστά σε όλους μας σαντουρόβιολα, αλλά και με τα άγνωστα για το πολύ κόσμο «φυσερά».
Οι κομπανίες με τα φυσερά ήταν σε χρήσει από τα τέλη του περασμένου αιώνα μέχρι τη δεκαετία του εξήντα (1960) και η πλήρης σύνθεσή τους ήταν τρομπόνι - κορνέτα - κλαρίνο- βιολί - σαντούρι- ευφώνιο και τζάζ (τύμπανο με πιατίνι). Σε πολλές κομπανίες  χρησιμοποιούσαν βιολοντσέλο αντί για ευφώνιο.
   Στο βιβλίο του ο Γάλλος μηχανικός De Launay «Κοντά στους Έλληνες της Τουρκίας» (Παρίσι 1897), περιγράφει  γλέντι στην Αγία Παρασκευή όπου «τρεις μουσικοί φθάνουν στη σειρά παίζοντας. Ο πρώτος ένα μαντολίνο που λέγεται λαγούτο, ο δεύτερος ένα όργανο με τεντωμένες χορδές που το χτυπούν με δυο σφυράκια, το σαντούρι, και ο τρίτος ένα βιολί».      
  Σε διάφορες περιοχές υπήρχαν ζυγές από ζουρνά και νταούλι ή γκάϊντα και νταούλι. Στα αποκριάτικα γλέντια ή στο αλώνισμα του σιταριού συνόδευαν  τα τραγούδια με τενεκέδες, ενώ σε κάποιες περιοχές συνόδευαν τα κάλαντα με πήλινα τουμπελέκια.
            Οι σκοποί και τα τραγούδια  έρχονταν από τα αστικά κέντρα. Μαγνητόφωνα και μέσα αναπαραγωγής του ήχου δεν υπήρχαν. Οι μουσικοί για να μπορούν να παίξουν τις πολύπλοκες μελωδίες έπρεπε να μάθουν μουσική γραφή και ανάγνωση. Εάν ήταν από οικογένεια μουσικών έπαιρναν  τα πρώτα μαθήματα απ’ το οικογενειακό τους περιβάλλον. Παράλληλα μαθήτευαν κοντά σε καταξιωμένους μουσικούς. Ο  Κων/νος Γιαλούρης ήταν χωροφύλακας στη Σμύρνη και εκεί έμαθε βιολί. Ο Παντελλής Πανταλλέλης, σαντουριέρης απ’ το Μπορό, πήρε μαθήματα από το Γεραγώτη σαντουριέρη Κονσταντάλια (Σκόπελο). Στο Χαρίλαο Ρόδανο, βιολί έδειξε ο παππούς του, αλλά πήγε και στη Μυτιλήνη στο Μυρογιάννη για να μάθει καλύτερα. Ο Γιάννης Γιαλούρης πήγε στη Πλαγιά, στο Μπουρλή ( Δημήτρη Στεριανό) για να μάθει τρομπόνι.
Βέβαια υπήρχαν και οι πραχτικοί οργανοπαίκτες που μάθαιναν τους σκοπούς με το «αυτί».
     
Εννεάσημες  είναι οι περισσότερες μελωδίες, δείγμα της αγάπης των Μυτιληνιών για τους καρσιλαμάδες, τα ζεϊμπέκικα, τα απτάλικα και τα αϊντίνικα. Είναι ελεύθεροι χοροί και ουσιαστική διαφορά μεταξύ τους δεν υπάρχει. Η διαφορά βρίσκεται στη ρυθμική αγωγή δηλαδή πόσο αργά ή πόσο γρήγορα παίζεται ένας σκοπός. Με βάση τη ρυθμική αγωγή τα αργά εννεάσημα τα ονομάζουν ζεϊμπέκικα, βαριά ή βρακάδικα, απτάλικα ή λαφριά ζεϊμπέκικα όσα παίζονται λίγο πιο γρήγορα απ’ τα βαριά ζεϊμπέκικα, καρσιλαμάδες όσα παίζονται πιο γρήγορα απ’ τα απτάλικα  και αϊντίνικα ή πεταχτούς καρσιλαμάδες όσα παίζονται πιο γρήγορα απ’ τους καρσιλαμάδες.
   Η διαφορά λέγει ο Τέντ Πετρίδης ανάμεσα στο ζεϊμπέκικο και το καρσιλαμά με ρυθμικό σχήμα 2+2+2+3 είναι «ότι το ζεϊμπέκικο παίζεται αργότερα απ’ το καρσιλαμά με μέτρο 9/4 αντί 9/8. Οι δύο χοροί πλησιάζουν σε αγωγή, ένα ζεϊμπέκικο 9/4 allegro και ένας καρσιλαμάς 9/8 adagio θα έχουν σχεδόν το ίδιο τέμπο».
Πληροφορίες για τη μουσική παράδοση της Λέσβου υπάρχουν στις έρευνες των λαογράφων – ερευνητών:

Α)ΒΙΒΛΙΑ:
Πρώτος ερευνητής υπήρξε ο δημοδιδάσκαλος Σπυρίδων Αναγνώστου (1862 – 1916). Στα «ΛΕΣΒΙΑΚΑ», καταγράφει κάλαντα της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων, χελιδονίσματα που τραγουδούσαν τα παιδιά την Κυριακή των Βαϊων, το μοιρολόι «τυ Χ΄-στού που ψαλλόταν την Μ. Παρασκευή στον Επιτάφιο, νανουρίσματα, τραγούδια του γάμου «μασούρια», τραγούδια του αντίγαμου, καταλόγια ή μοιρολόγια και «άσματα ποικίλα» όπως «οΓιαννακός», η «Σούσα» κ.α.
            Τα τραγούδια καταγράφηκαν στη Β. Λέσβο και ιδιαίτερα στη Συκαμιά και τον Μανταμάδο, περί το 1886.
            Ο φιλόλογος ιστορικός και λαογράφος, Χρήστος Παρασκευαϊδης (1869 – 1937), καταγράφει τραγούδια του γάμου και το καταλόγι του επιτάφιου θρήνου, στην Αγία Παρασκευή (Η ΠΑΛΑΙΑ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΛΕΣΒΟΥ έκδοση 1936).
            Αξιόλογη έρευνα και καταγραφή τραγουδιών και λαογραφικής ύλης, έχει κάνει ο αείμνηστος μουσικολόγος, Σταύρος Καρακάσης που επισκεύθηκε τη Λέσβο, το 1936. Η συγκέντρωση του υλικού έγινε στις κωμοπόλεις – χωριά, Αγιάσο, Πλωμάρι, Πλαγιά, Μεγάλο χωριό (Μεγαλοχώρι), Συκαμιά, Στύψη, Πέτρα, Μόλυβο, Καλλονή, Αρίσβη και Αγία Παρασκευή. Έγιναν 317 ηχογραφήσεις απ΄ τις οποίες: α) οι 292 περιλαμβάνουν χορούς και τραγούδια και έχουν καταχωρηθεί στο βιβλίο μουσικής ύλης αριθ. 7910 -8192 (α΄- ι΄) του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών, β) 6 ηχογραφήσεις έχουν καταχωρηθεί στο βιβλίο ξένης ηχογραφημένης ύλης αριθ. 144 – 149 και γ) 9 στο βιβλίο ηχογραφημένης ύλης αριθ. 245 – 264 (λ.α. 2765).
            Από τις πιο πάνω ηχογραφήσεις, οι 292 περιλαμβάνουν χορούς και τραγούδια που ανήκουν στις παρακάτω κατηγορίες: γαμήλια, ερωτικά, αποκριάτικα, λατρευτικά, κάλαντα, της κούνιας, του κλήδωνα, νανουρίσματα, μοιρολόγια, δίστιχα, σατυρικά και άσεμνα. Ακόμα περιλαμβάνει παραλλαγές κλέφτικων τραγουδιών της ηπειρωτικής Ελλάδος και σκοπούς και τραγούδια της γειτονικής Μ. Ασίας.
            Στο μουσικό περιοδικό «Φόρμιξ», έχουν δημοσιευθεί 20 τραγούδια από τον Παν. Νικήτα, στη Βυζαντινή παρασημαντική (Λεσβιακόν Μηνολόγιον Μυτιλήνης, 1953. Έκδοση, Δελτίου Λεσβιακών Μελετών, αριθ. 1).
            Τραγούδια και έθιμα, απ’ τη γέννηση ως τον αντίγαμο, έχει καταγράψει η Φρόσω Ζούρου, στη θαυμάσια λαογραφική μελέτη, «Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΛΕΣΒΟ» έκδ. 1974.
            Στο δίτομο έργο του Πάνου Κοντέλλη, «Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ», έκδ. 1985 – 1989. στη συλλογή του Δημ, Γρ. Βερναδάκη, «ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ», στις ανέκδοτες συλλογές των Ε. Τούμπα, Βρυσαγώτη (1856), Σταύρου Καρυδώνη (1900), του Προδρόμου Αναγνώστου, του Παν. Νικήτα (1933), στο σατυρικό περιοδικό του Στρατή Παπανικόλα «Ο ΤΡΙΒΟΛΟΣ», στο βιβλίο του Γιώργου Γιαννουλέλλη «ΠΛΩΜΑΡΙ ΛΕΣΒΟΥ» (υπάρχει καταγραφή του Πλωμαρίτικου σκοπού σε βυζαντινή σημειογραφία), αλλά και στα συντοπίτικα περιοδικά, υπάρχουν άφθονες καταγραφές τραγουδιών και σκοπών του τόπου μας.
            Από την «Εταιρεία  Αιολικών Μελετών», εκδόθηκε το 2005 στη Μυτιλήνη το βιβλίο της Πόπης Ζατζόγλου-Μπλάνη, «ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ, παροιμίες – γνωμικά».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου